- σκορποχώρι
- τοδιάλυση: Αυτή η οικογένεια έγινε σκορποχώρι, διαλύθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορποχώρι — και σκροποχώρι, το, Ν 1. έλλειψη τάξης και οργάνωσης 2. (συν. φρ.) «έγιναν σκορποχώρι» μτφ. (για πλήθος προσ. ή ζώων) διαλύθηκαν, διασκορπίστηκαν εντελώς, εξαφανίστηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χώρι (< χωρίον), πρβλ. κεφαλο χώρι] … Dictionary of Greek
σκροποχώρι — το, Ν βλ. σκορποχώρι … Dictionary of Greek